ευετηρία

ευετηρία
εὐετηρία, ἡ (Α)
1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν.
β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι τοῑς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι είναι απόδειξη ακμαιότητας τών προβάτων, Αριστοτ.)
2. (γενικά) ευτυχία, αφθονία, προκοπή
3. (προσωποποιημένο) Εὐετηρία
όνομα θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ετηρία (< έτος), πρβλ. δεκα-ετηρία, δυσ-ετηρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐετηρία — εὐετηρίᾱ , εὐετηρία a good season fem nom/voc/acc dual εὐετηρίᾱ , εὐετηρία a good season fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐετηρίᾳ — εὐετηρίαι , εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐετηρίας — εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem acc pl εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐετηρίαι — εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐετηρίαν — εὐετηρίᾱν , εὐετηρία a good season fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐετηριῶν — εὐετηρία a good season fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐετηρίαις — εὐετηρία a good season fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐετηρίης — εὐετηρία a good season fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευετία — εὐετία και ποιητ. τ. εὐετίη, ἡ (Α) η ευετηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έτος] …   Dictionary of Greek

  • καλοκαιρία — και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά) νεοελλ. 1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες 2. παροιμ. «καλοκαιριά τής Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» ο καλός καιρός κατά τη ημέρα τής Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”